- εξαπλούς
- η , ούν1) см. εξαπλάσιος; 2) состоящий из шести частей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξαπλοῦς — ἐξαπλόω unfold pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπλός — ή, ό (Α ἑξαπλοῡς, ή, οῡν [ όος, όη, οον]) 1. αυτός που αποτελείται από έξι όμοια μέρη 2. έξαπλάσιος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἑξαπλᾱ η έκδοση τής ΠΔ από τον Ωριγένη, στην οποία σε έξι κατά σειρά στήλες περιλαμβάνεται το εβραϊκό κείμενο με τις… … Dictionary of Greek
ՎԵՑԻՋԵԱՆՔ — ( ) NBH 2 0818 Chronological Sequence: 12c ա.գ. ՎԵՑԻՋԵԱՆՔ. ἐξαπλοῦς, λοῦν, λά hexapla. որ եւ ՎԵՑՕՐԻՆԱԿՔ. Օրինակք աստուածաշնչի ըստ հաւաքման որոգինեայ յայլեւայլ լեզուաց եւ ʼի թարգմանութեանց՝ ʼի վեց էջս բաժանեալք. (ըստ յն. էքսաբլա՛, այսինքն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)